- ευρύχωρος
- -η, -οαυτός που έχει άνεση χώρου, απλωμένος, άνετος (αντίθ. στενόχωρος).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εὐρύχωρος — roomy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρύχωρος — η, ο (ΑΜ εὐρύχωρος, ον) αυτός που έχει ευρύ χώρο, μεγάλη έκταση, ο εκτεταμένος αρχ. αυτός στον οποίο άνετα χωράει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + χωρος (< χώρος), πρβλ. απλό χωρος, στενό χωρος] … Dictionary of Greek
εὐρυχωρῆ — εὐρύχωρος roomy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐρύχωρος roomy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐρύχωρος roomy masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρέστερον — εὐρύχωρος roomy adverbial comp εὐρύχωρος roomy masc acc comp sg εὐρύχωρος roomy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρότερον — εὐρύχωρος roomy adverbial comp εὐρύχωρος roomy masc acc comp sg εὐρύχωρος roomy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρεστέραις — εὐρύχωρος roomy fem dat comp pl εὐρυχωρεστέρᾱͅς , εὐρύχωρος roomy fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωροτέραις — εὐρύχωρος roomy fem dat comp pl εὐρυχωροτέρᾱͅς , εὐρύχωρος roomy fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρές — εὐρύχωρος roomy masc/fem voc sg εὐρύχωρος roomy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρότατον — εὐρύχωρος roomy masc acc superl sg εὐρύχωρος roomy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχώρως — εὐρύχωρος roomy adverbial εὐρύχωρος roomy masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)